ανυπόγραφος

ανυπόγραφος
-η, -ο
επίρρ. ο χωρίς υπογραφή: Το έγγραφο ήταν έτοιμο, αλλά ανυπόγραφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανυπόγραφος — η, ο (Μ ἀνυπόγραφος, ον) (για έγγραφο) αυτός που δεν φέρει υπογραφή, ανώνυμος …   Dictionary of Greek

  • ἀνυπόγραφον — ἀνυπόγραφος without subscription masc/fem acc sg ἀνυπόγραφος without subscription neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”